λευκότατα

λευκότατα
λευκός
light
adverbial superl
λευκός
light
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λευκοτάτας — λευκοτάτᾱς , λευκός light fem acc superl pl λευκοτάτᾱς , λευκός light fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότατ' — λευκότατα , λευκός light adverbial superl λευκότατα , λευκός light neut nom/voc/acc superl pl λευκότατε , λευκός light masc voc superl sg λευκόταται , λευκός light fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… …   Dictionary of Greek

  • ԼՈՒՍԱՒՈՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0900 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c ա. φωτεινότερος lucidior. Առաւել լուսաւոր. պայծառագոյն. *Զի՞նչ լուսաւորագոյն քան զարեգակն. Սիրաք. ՟Ժ՟Է. 30: Իգն.: *Զի քեզ լուսաւորագոյնընդելուցանիցես… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”